ζευγλη

ζευγλη
    ζεύγλη
    дор. ζεῦγλᾰ ἥ
    1) яремный хомут
    

(ζυγόν состояло из двух ζεῦγλαι) Hom., Pind., Aesch., Her.

    2) (= ζυγόν См. ζυγον) ярмо
    

ὑποδῦναι ὑπὸ τέν ζεύγλην Her. — надеть на себя ярмо;

    ζ. δούλη Anth. — ярмо рабства

    3) pl. ζεῦγλαι рулевые ремни, впосл. деревянная поперечина (для укрепления руля)
    

πηδάλια ζεύγλαισι παρακαθίεσθαι Eur. — опустить (в воду) руль на ремнях, т.е. поставить руль


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ζευγλη" в других словарях:

  • ζεύγλη — loop attached to the yoke fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζεύγλῃ — ζεύγλη loop attached to the yoke fem dat sg (attic epic ionic) ζεύ̱γλῃ , ζεῦγλα fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζεύγλη — και ζεύγλα και ζεύλα, η (AM ζεύγλη, Α ποιητ. τ. ζεῡγλα) (για υποζύγια) καμπύλο μέρος τού ζυγού στο οποίο μπαίνει ο τράχηλος τού ζώου («χαίτη ζεύγλης ἐξεριποῡσα παρὰ ζυγόν», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. 1. καθεμιά από τις σιδερένιες ράβδους που τοποθετούνται… …   Dictionary of Greek

  • ζευγλῶν — ζεύγλη loop attached to the yoke fem gen pl ζεῡγλῶν , ζεῦγλα fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζεῦγλαι — ζεύγλη loop attached to the yoke fem nom/voc pl ζεῦγλα fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζεύγλαις — ζεύγλη loop attached to the yoke fem dat pl ζεύ̱γλαις , ζεῦγλα fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζεύγλαισι — ζεύγλη loop attached to the yoke fem dat pl (epic ionic aeolic) ζεύ̱γλαισι , ζεῦγλα fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζεύγλην — ζεύγλη loop attached to the yoke fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζεύγλης — ζεύγλη loop attached to the yoke fem gen sg (attic epic ionic) ζεύ̱γλης , ζεῦγλα fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζεύγληφι — ζεύγλη loop attached to the yoke fem dat pl (epic) ζεύ̱γληφι , ζεῦγλα fem dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζεύγλῃς — ζεύγλη loop attached to the yoke fem dat pl (epic) ζεύ̱γλῃς , ζεῦγλα fem dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»